- μεσοκρινής
- μεσοκρινής, -ές (Α)1. αυτός που χωρίζει κάτι στη μέση2. φρ. «μεσοκρινής (κίων)» — ο στύλος που τοποθετούσαν οι μεταλλωρύχοι στα υπόγεια ορύγματα τών ορυχείων για να συγκρατεί το χώμα και τις πέτρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -κρινής (< κρίνω), πρβλ. ευ-κρινής].
Dictionary of Greek. 2013.